πηλόπλαστος

πηλόπλαστος
ος , ον см. πήλινος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "πηλόπλαστος" в других словарях:

  • πηλόπλαστος — ον, Α (σχετικά με τον άνθρωπο) πλασμένος από πηλό.. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + πλαστός (< πλάσσω), πρβλ. κηρό πλαστος] …   Dictionary of Greek

  • πηλοπλάστου — πηλόπλαστος moulded of clay masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηλοπλαστώ — έω, Α [πηλόπλαστος] πλάθω κάτι από πηλό …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»