πηλόπλαστος
Смотреть что такое "πηλόπλαστος" в других словарях:
πηλόπλαστος — ον, Α (σχετικά με τον άνθρωπο) πλασμένος από πηλό.. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + πλαστός (< πλάσσω), πρβλ. κηρό πλαστος] … Dictionary of Greek
πηλοπλάστου — πηλόπλαστος moulded of clay masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηλοπλαστώ — έω, Α [πηλόπλαστος] πλάθω κάτι από πηλό … Dictionary of Greek